- μεταδίωκτος
- μεταδίωκτοςpursuedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταδίωκτος — μεταδίωκτος, ον (Α) [μεταδιώκω] 1. αυτός που καταδιώχθηκε από κάποιον και, αφού συνελήφθη, οδηγήθηκε πάλι πίσω («αὐτίκα μεταδίωκτος γενόμενος ὁ κῆρυξ ἦκε», Ηρόδ.) 2. ο άξιος να καταδιωχθεῑ (μεταδίωκτά τε και εκ παντός αἱρετὰ ταῡτα τὰ μαθήματα»,… … Dictionary of Greek
μεταδίωκτον — μεταδίωκτος pursued masc/fem acc sg μεταδίωκτος pursued neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)